- συντονισμένος
- η , ο[ν] координированный, согласованный, увязанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek
συντονίζομαι — συντονίζομαι, συντονίστηκα, συντονισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συντονίζω — συντόνισα, συντονίστηκα, συντονισμένος, εναρμονίζω, κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο: Δεν μπόρεσαν να συντονιστούν στο τραγούδι. – Συντονίστηκαν τα πυρά της αεροπορίας και του πυροβολικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)